- ἁγεμών
- ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.)1 leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) O. 9.57
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
“ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) P. 4.112 ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν)παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.